συνορέω
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
A to be conterminous, Plb.1.8.1, 5.55.1; τινι with . ., Str.8.7.5, cf. Plu.Demetr.7.
Greek (Liddell-Scott)
συνορέω: εἶμαι ὅμορος, συνορεύω, Πολύβ. 1. 8, 1., 5. 55, 1· τινι, μετά τινος, Στράβ. 388.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
confiner à, τινι.
Étymologie: σύνορος.
Greek Monotonic
συνορέω: μέλ. -ήσω (σύνορος), συνορεύω, είμαι όμορος, γειτονικός με κάποιον, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
συνορέω: быть сопредельным, граничить (ἡ συνοροῦσα χώρα Polyb.; τὰ συνοροῦντα τοῖς Ἰνδοῖς ἔθνη Plut.).