αἵμων

Revision as of 15:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ονος, ὁ, dub. sens., perh.

   A eager, Σκαμάνδριον αἵμονα θήρης Il. 5.49; expl. by Gramm. as = δαίμων, for δαήμων, skilful, cf. EM251.13.    II (αἷμα) bloody, E.Hec.90, dub.l.in A.Supp.847 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αἵμων: -ονος, ὁ, = δαίμων Β, δαήμων, ἐπιτήδειος, ἔμπειρος, Σκαμάνδριον αἵμονα θήρης, Ἰλ. Ε. 49· ἴδε Ἑρμάν. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1450. ΙΙ. (αἷμα) πλήρης αἵματος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 847, Εὐρ. Ἑκ. 90.

French (Bailly abrégé)

1ων, ον ; gén. ονος;
sanglant.
Étymologie: αἷμα.
2ων, ον ; gén. ονος;
avide de, passionné pour, selon d’autres habile à (la chasse), gén..
Étymologie: DELG hapax d’origine incertaine.

English (Autenrieth)

skilled in, w. gen., Il. 5.496†.

Greek Monotonic

αἵμων: -ονος, ὁ I. = δαήμων, επιδέξιος, επιτήδειος, ικανός, έμπειρος σε κάτι· με γεν., αἵμονα θήρης, σε Ομήρ. Ιλ.
II. (αἷμα) γεμάτος από αίμα, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αἵμων: 2, gen. ονος кровавый Aesch., Eur.
2, gen. ονος ловкий, искусный (θήρης Hom.).