δαήμων
Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu
English (LSJ)
δαήμον, gen. ονος, (δαῆναι) knowing, experienced in a thing, τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος Il.15.411; ἐν πάντεσσ' ἔργοισι δαήμονα 23.671: c. gen. rei, δαήμονι φωτὶ ἐΐσκω ἄθλων Od.8.159, cf. Democr.197: c. inf., κοσμῆσαι δ. knowing best how to.., Arr.An.7.28.2; χρήματα φυλάττειν δ. Them.Or.2.25c: Comp. δαημονέστερος Eun.VSp.499B., Procop.Arc.Praef.: Sup. δαημονέστατος X.Cyr.1.2.12, Agath.5.6. Adv. Sup. δαημονέστατα Id.3.25.
Spanish (DGE)
-ον
buen conocedor, experto, entendido en c. ἐν y dat. ἐν παλάμῃσι Il.15.411, ἐν πάντεσσ' ἔργοισι Il.23.671, o gen. ἄθλων Od.8.159, δαιτροσυνάων Od.16.253, πολέμοιο Hes.Fr.141.24, μάχης Archil.9.4, τῶν τοιῶνδε Democr.B 197, ἐργοπόνοιο δαήμονας Ἀτρυτώνης Colluth.194, cf. Nonn.Par.Eu.Io.13.13, Q.S.4.303, τῶν τε τοῦ σώματος μορίων ... δαημονέστερος Eun.VS 499, ἄμφω ἰατρικῆς δαημονεστάτω Agath.5.6.5, cf. 3.25.6
• tard. c. ac. de rel. πάντα δαήμονες ἀνέρες εἰμέν Man.1.14, y gen. τέχνης οἳ τὰ ἕκαστα δαήμονες IGLS 1999.9 (Siria VI d.C.)
• c. inf. κοσμῆσαι Arr.An.7.28.2, χρήματα φυλάττειν Them.Or.2.25c
• abs. de luchadores δαημονέστατοι = los mejor entrenados X.Cyr.1.2.12, ἡνίοχος Nonn.D.37.184
• epít. de Hefesto, Q.S.14.50
• como explicación del origen de δαίμων Pl.Cra.398b, Plot.6.7.6
• como explicación de lat. daemoniarches Lact.Inst.2.14.6.
German (Pape)
[Seite 513] ον, kundig, erfahren, ἄθλων Od. 8, 159; δοιὼ θεράποντε, δαήμονε δαιτροσυνάων Od. 16, 253; οὐδ' ἄρα πως ἦν ἐν πάντεσσ' ἔργοισι δαήμονα φῶτα γενέσθαι Iliad . 23. 671; ἀλλ' ὥς τε στάθμη δόρυ νήιον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος, ὅς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης Iliad. 15, 411; – Prosa, Plat. Crat. 398 b zur Erkl. von δαίμων; bei Xen. Cyr. 1, 2, 12 im superl. δαημονέστατοι; c. inf. Arr. An. 7, 23, 5.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
savant, habile : τινός, ἔν τινι en qch.
Étymologie: δαῆναι, v. *δάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαήμων -ον [~*δάω] kundig, vaardig, met gen., met ἐν + dat. in iets.
Russian (Dvoretsky)
δᾰήμων: gen. ονος знающий, сведущий, опытный (τινός Hom., Plut. и ἔν τινι Hom.; δαημονέστατος καὶ εὐπιστότατος Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
δαήμων: -ον, γεν.-ονος (δαῆναι) εἰδήμων, ἔμπειρος ἔν τινι, τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος Ἰλ. Ο. 411· ἐν πάντεσσ’ ἔργοισι δαήμονα Ψ. 671· ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγμ., δαήμονι φωτὶ ἐίσκω ἄθλων Ὀδ. Θ. 159·― σπάν. παρὰ τοῖς πεζ., Πλάτ. Κρατ. 398Β, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 110. 8. Συγκριτ.-ονέστερος Εὐ. 106· ὑπερθ. δαημονέστατος Ξεν. Κύρ. 1. 2, 12· μετ’ ἀπαρ., κοσμῆσαι δ., γινώσκων κάλλιστα πῶς νὰ…, Ἀρρ. Ἀν. 28.
English (Autenrieth)
ονος (root δα): skilled in; w. gen., also ἔν τινι.
Greek Monolingual
δαήμων, -ον (AM)
έμπειρος, εξασκημένος σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ. αρχ.) δαη- του αορ. εδάην (πρβλ. διδάσκω)].
Greek Monotonic
δαήμων: -ον, γεν. -ονος (*δάω, δαῆναι), γνώστης, έμπειρος σε κάτι, ειδήμων, έμπειρος, ειδικός· ἔν τινι, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· δαημονέστατος, σε Ξεν.
Middle Liddell
[*δάω, δαῆναι
knowing, experienced in a thing, ἔν τινι Il.; c. gen., Od.:— δαημονέστατος Xen.