βύνη
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
ἡ,
A malt for brewing, PHolm.15.33, PLeid.X.22, Aët.10.29. II = πεύκη, Hsch.
German (Pape)
[Seite 467] ἡ, Gerstenmalz, Sp.; Euphor. fr. 91 nannte so nach E. M. 565, 45 das Meer; s. N. pr.
Greek (Liddell-Scott)
βύνη: κριθὴ ἡτοιμασμένη πρὸς κατασκευὴν ζύθου, Ἀέτ. 10. 29.
Greek Monolingual
η (Α βύνη)
φρυγμένο κριθάρι που χρησιμοποιείται για την κατασκευή μπίρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως].