λαδρέω
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
A flow strongly, λαδρέοντι τοὶ μυκτῆρες Sophr.135.
Greek (Liddell-Scott)
λαδρέω: (λα- ῥέω) ῥέω ἰσχυρῶς, λαδρέοντι δέ τοι μυκτῆρες, ἀντὶ τοῦ μεγάλως ῥέουσι, Ποιητὴς Δωρ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 1. 123.
Greek Monolingual
λαδρέω (Α)
ρέω σε μεγάλη ποσότητα και γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. λαδρέω < επιτατικό μόριο λα- + ρέω].