νήθουσα
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, apptly. name of a plant, probably (based on the Spanish dictionary below)
A Euonymus europaeus (spindle, European spindle, common spindle), PMag.Par.1.2307.
Spanish
Greek Monolingual
νήθουσα, ἡ (Α)
πιθ. ονομασία φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ουσιαστικοποιημένο τ. της μτχ. ενεστ. του νήθω «γνέθω»].