Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυλάσασθαι

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυλάσασθαι Medium diacritics: μυλάσασθαι Low diacritics: μυλάσασθαι Capitals: ΜΥΛΑΣΑΣΘΑΙ
Transliteration A: mylásasthai Transliteration B: mylasasthai Transliteration C: mylasasthai Beta Code: mula/sasqai

English (LSJ)

τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλὴν σμήξασθαι (Cypr.), Hsch.

Greek Monolingual

μυλάσασθαι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλήν σμήξασθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαρεμφάτου μυλάσασθαι αντιστοιχεί πιθ. σε ρ. παράγωγο ενός αμάρτυρου ουσιαστικού μῦλον. Το ελλ. μῦλ-ο- θα μπορούσε να αναχθεί σε ρίζα mū-dlo-, που όμως δεν συνδέεται με σλαβ. mū-dhlo- (πρβλ. αρχ. σλαβ. my-ti «πλένω, καθαρίζω», my-lo «σαπούνι»). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα meu- «υγρός, μουχλιασμένος, καθαρίζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. mudira- «νέφος») και συνδέεται με τα: μύσος, μυδῶ «μουσκεύομαι». Το νεοελλ., τέλος, μουλιάζω συνδέεται πιθ. με το αρχ. μυλάσασθαι].