μυλάσασθαι
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
English (LSJ)
τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλὴν σμήξασθαι (Cypr.), Hsch.
Greek Monolingual
μυλάσασθαι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλήν σμήξασθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαρεμφάτου μυλάσασθαι αντιστοιχεί πιθ. σε ρ. παράγωγο ενός αμάρτυρου ουσιαστικού μῦλον. Το ελλ. μῦλ-ο- θα μπορούσε να αναχθεί σε ρίζα mū-dlo-, που όμως δεν συνδέεται με σλαβ. mū-dhlo- (πρβλ. αρχ. σλαβ. my-ti «πλένω, καθαρίζω», my-lo «σαπούνι»). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα meu- «υγρός, μουχλιασμένος, καθαρίζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. mudira- «νέφος») και συνδέεται με τα: μύσος, μυδῶ «μουσκεύομαι». Το νεοελλ., τέλος, μουλιάζω συνδέεται πιθ. με το αρχ. μυλάσασθαι].