επίλαμπρος
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
Greek Monolingual
(I)
ο
ορθόπτερο έντομο της οικογένειας τών βλαττιδών.———————— (II)
ἐπίλαμπρος, -ον (Α)
λαμπρότατος, ένδοξος.