ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
(I)
βρωμῶμαι (-άομαι) (Α)
γκαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω, με εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας και κλίση σε -άω].———————— (II)
βρωμῶμαι (-άομαι) (Α) [[[βρώμος]] (II)]
αναδίδω κακοσμία, βρομάω.