βρωμώμαι

From LSJ

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source

Greek Monolingual

(I)
βρωμῶμαι (-άομαι) (Α)
γκαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω, με εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας και κλίση σε -άω].
(II)
βρωμῶμαι (-άομαι) (Α) [[[βρώμος]] (II)]
αναδίδω κακοσμία, βρομάω.