ἀβλέφαρος
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ον,
A without eyebrows, AP11.66 (Antiphil.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans paupières.
Étymologie: ἀ, βλέφαρον.
Spanish (DGE)
(ἀβλέφᾰρος) -ον
carente de pestañas κἢν ... ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς AP 11.66 (Antiphil.).
Greek Monotonic
ἀβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), αυτός που δεν έχει βλέφαρα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀβλέφᾰρος: лишенный ресниц (ὦπες Anth.).