Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(I)
-άω (Α λογῶ, -άω ή -έω) λόγος
νεοελλ.
λογαριάζω, στοχάζομαι
αρχ.
1. επιθυμώ να ομιλώ
2. πιθ. υπολογίζω.———————— (II)
λογώ, -όω (Α) λόγος
1. εισάγω τον λόγο σε κάτι
2. καθιστώ κάτι συμμετρικό
3. μέσ. λογοῡμαι, -όομαι
α) είμαι λογικός
β) γίνομαι μέτοχος του Θείου Λόγου.