οκτάς

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source

Greek Monolingual

(I)
ο
αστρον. α) παλαιό αστρονομικό όργανο με το οποίο μετρούσαν το ύψος τών αστέρων κατά τη μεσουράνησή τους
β) ως κύριο όν. ο Οκτάς
αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. octant < λατ. octans, -ntis «οκταμερές όργανο» < λατ. octo «οκτώ» (πρβλ. εξάς, -άντος). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].———————— (II)
ὀκτάς, ἡ (Α)
βλ. οκτάδα.