αἰθαλίων

From LSJ
Revision as of 15:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰθαλίων Medium diacritics: αἰθαλίων Low diacritics: αιθαλίων Capitals: ΑΙΘΑΛΙΩΝ
Transliteration A: aithalíōn Transliteration B: aithaliōn Transliteration C: aithalion Beta Code: ai)qali/wn

English (LSJ)

ωνος, prob.

   A = αἰθαλόεις 11.2, τέττιγες Theoc.7.138.

Greek (Liddell-Scott)

αἰθαλίων: -ωνος, ἐπίθ. τέττιγος, πιθανῶς = αἰθαλόεις, ΙΙ, 2. Θεόκρ. 7. 138.

French (Bailly abrégé)

ωνος;
adj. m.
brûlé ou noirci par le soleil.
Étymologie: αἴθαλος.

Greek Monotonic

αἰθαλίων: -ωνος (αἴθαλος), επίθ. του τέττιγος, σκοτεινός, σκούρος, αυτός που φέρει το χρώμα του καπνού, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

αἰθᾰλίων: ωνος (θᾰ) adj. m предполож. темнокоричневый (τέττιγες Theocr.).