αἰγοπόδης
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = αἰγιπόδης, APl.1.15.
Greek (Liddell-Scott)
αἰγοπόδης: -ου, ὁ = αἰγιπόδης, Ἀνθ. Πλαν. 1. 15.
Spanish (DGE)
-ου de pies de cabra Σάτυρος AP 16.15.
Greek Monotonic
αἰγοπόδης: -ου, ὁ = αἰγιπόδης, σε Ανθ.