Greek Monotonic
συσπειράομαι: παρακ. -εσπείραμαι — Παθ.·
1. λέγεται για στρατιώτες, σχηματίζομαι σε πυκνή παράταξη (βλ. σπεῖρα II), σε Ξεν.· συσπειράομαι ἐπὶ τόπον, βαδίζω σε πυκνή παράταξη προς κάποιον τόπο, στον ίδ.
2. περιελίσσομαι, κουλουριάζομαι, κουβαριάζομαι, λέγεται για φίδι, σε Λουκ.