συσπειράομαι

From LSJ

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181

Greek Monotonic

συσπειράομαι: παρακ. -εσπείραμαι — Παθ.·
1. λέγεται για στρατιώτες, σχηματίζομαι σε πυκνή παράταξη (βλ. σπεῖρα II), σε Ξεν.· συσπειράομαι ἐπὶ τόπον, βαδίζω σε πυκνή παράταξη προς κάποιον τόπο, στον ίδ.
2. περιελίσσομαι, κουλουριάζομαι, κουβαριάζομαι, λέγεται για φίδι, σε Λουκ.

Middle Liddell

perf. -εσπείρᾱμαι
1. Pass., of soldiers, to be formed in close order (v. σπεῖρα II), Xen.; ς. ἐπὶ τόπον to march in such order to a place, Xen.
2. to be coiled up, Luc.