Λητογενής

From LSJ
Revision as of 06:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit

Menander, Monostichoi, 273
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λητογενής Medium diacritics: Λητογενής Low diacritics: Λητογενής Capitals: ΛΗΤΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: Lētogenḗs Transliteration B: Lētogenēs Transliteration C: Litogenis Beta Code: *lhtogenh/s

English (LSJ)

Dor. Λᾱτ-, ές,

   A born of Leto, epith. of Apollo and Artemis, E.Ion465 (lyr.), AP9.525.12:—fem. Λᾱτογένεια, A.Th.148 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

Λητογενής: Δωρ. Λᾱτ-, ές, γεννηθεὶς ἐκ τῆς Λητοῦς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Εὐρ. Ἴων 465, Ἀνθ. Π. 9. 525· ἀνώμαλ. θηλ. Λατογένεια, Αἰσχύλ. Θήβ. 148.

French (Bailly abrégé)

οῦς (ὁ) :
né de Latone.
Étymologie: Λητώ, γένος.

Greek Monolingual

Λητογενής, δωρ. τ. Λατογενής, -ές, θηλ. και Λατογένεια (Α)
(ως επίθ. του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος) αυτός που γεννήθηκε από τη Λητώ («ὦ Λατογένεια κούρα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λητώ + -γενής (< γένος), πρβλ. θεο-γενής, μονο-γενής].

Greek Monotonic

Λητογενής: Δωρ. Λᾱτογενής, -ές (γίγνομαι), αυτός που γεννήθηκε από τη Λητώ, επίθ. του Απόλλωνα και της Άρτεμης, σε Ευρ.· ανώμ. θηλ., Λᾶτογένεια, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

Λητογενής: дор. Λᾱτογενής, οῦς ὁ Летоген, «Рожденный богиней Лето», т. е. Аполлон Eur., Anth.