μελιττουργός
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
μελιττ-ουργέω, μελιττ-ουργία, Att. for μελισς-.
Greek (Liddell-Scott)
μελιττουργός: -ουργέω, -ουργία, Ἀττ. ἀντὶ μελισσ-.
French (Bailly abrégé)
att. c. μελισσουργός.
Greek Monolingual
μελιττουργός, ὁ (Α)
(αττ.τ.) βλ. μελισσουργός.
Greek Monotonic
μελιττουργός: ὁ (*ἔργω), μελισσοκόμος, σε Πλάτ.