πελάθω

From LSJ
Revision as of 01:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελάθω Medium diacritics: πελάθω Low diacritics: πελάθω Capitals: ΠΕΛΑΘΩ
Transliteration A: peláthō Transliteration B: pelathō Transliteration C: pelatho Beta Code: pela/qw

English (LSJ)

[ᾰ], collat. form of πελάζω (intr.), only pres., used by Trag. in lyr. and anap., A.Fr.132, E.Rh.557, El.1293, cf. Ar. Th.58 (paratrag.).

German (Pape)

[Seite 549] att. intrans. Nebenform von πελάζω; Aesch. frg. 119; τί ποτ' οὐ πελάθει σκοπός, Eur. Rhes. 557; εἰς φθογγάς, El. 1293; οὐ πελάθεις ἐπ' ἀρωγάν, Ar. Ran. 1263.

Greek (Liddell-Scott)

πελάθω: [ᾰ], τύπος ἰσοδύναμος τῷ πελάζω (ἀμεταβ.), ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 131 (παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1277), Εὐρ. Ρῆσ. 556, Ἠλ. 1293, Ἀριστοφ. Θεσμ. 58.

Greek Monolingual

Α
πελάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. παράλληλος τ. του πελάζω με επίθημα -θω (πρβλ. πλάθω)].

Greek Monotonic

πελάθω: [ᾱ], ισοδ. του πελάζω (αμτβ.) μόνο στον ενεστ., σε Αισχύλ. παρά Αριστοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πελάθω: (ᾰ) (только praes.) приближаться, подходить, приходить (θριγκοῖς Arph.): π. ἐπ᾽ ἀρωγάν Arph. приходить на помощь; π. εἰς φθογγάς Eur. обращаться с речью.