Πινδόθεν
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
Adv.
A from Mount Pindus, Pi.P.1.66.
Greek (Liddell-Scott)
Πινδόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ τοῦ ὄρους Πίνδου, Πινδ. Π. 1. 126.
French (Bailly abrégé)
adv.
du Pinde.
Étymologie: Πίνδος, -θεν.
Greek Monotonic
Πινδόθεν: επίρρ., αυτός που έρχεται από το όρος Πίνδος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
Πινδόθεν: adv. с Пинда Pind.