ἀποκαύλισις

From LSJ
Revision as of 07:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκαύλισις Medium diacritics: ἀποκαύλισις Low diacritics: αποκαύλισις Capitals: ΑΠΟΚΑΥΛΙΣΙΣ
Transliteration A: apokaúlisis Transliteration B: apokaulisis Transliteration C: apokaylisis Beta Code: a)pokau/lisis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A breaking off by the stalk: snapping, πηδαλίων Luc.Merc.Cond.1.

German (Pape)

[Seite 306] ἡ, das Abbrechen des Stengels, das Durchbrechen, πηδαλίων Luc. de merc. cond. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκαύλισις: -εως, ἡ, ἡ ἀποκοπὴ τοῦ καυλοῦ, τοῦ στελέχους, ἀποκοπὴ κατὰ τὸ μέσον, ἀπόσπασις, πηδαλίων Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 1.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de briser net comme à la tige.
Étymologie: ἀποκαυλίζω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ rotura πηδαλίων Luc.Merc.Cond.1.

Greek Monotonic

ἀποκαύλισις: -εως, ἡ, αποκοπή στελέχους, σμίκρυνση, απόσπαση, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκαύλισις: εως ἡ отламывание, поломка (πηδαλίων Luc.).