θετέος

From LSJ
Revision as of 21:46, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θετέος Medium diacritics: θετέος Low diacritics: θετέος Capitals: ΘΕΤΕΟΣ
Transliteration A: thetéos Transliteration B: theteos Transliteration C: theteos Beta Code: qete/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be countedas, Pl.Epin.984a, Arist.Pol.1277b38.    II θετέον, one must establish, ἆθλα Pl.Lg.832e; one must assume, X. Mem.4.2.15; one must reckon, count, τοὺς βαναύσους πολίτας Arist. Pol.1277b35, cf. Satyr.Vit.Eur.Fr.39xv6, etc.; ἐν ἁμαρτίᾳ Ph.2.171.

German (Pape)

[Seite 1204] adj. verb. zu τίθημι, was zu setzen, anzunehmen ist; τούτων ἡμῖν θάτερα θετέα Plat. Epin. 984 a; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θετέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ θέσῃ τις, Πλάτ. Ἐπιν. 984 Α, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 5, 1. ΙΙ. θετέον, δεῖ τιθέναι, Πλάτ. Νόμ. 832 Ε, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 14, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de τίθημι.

Greek Monotonic

θετέος: -α, -ον,
I. ρημ. επίθ., αυτός που τοποθετείται, σε Αριστ.
II. θετέον, αυτό που πρέπει να τεθεί, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θετέος: adj. verb. к τίθημι.