ἐκθαρρέω

From LSJ
Revision as of 19:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκθαρρέω Medium diacritics: ἐκθαρρέω Low diacritics: εκθαρρέω Capitals: ΕΚΘΑΡΡΕΩ
Transliteration A: ektharréō Transliteration B: ektharreō Transliteration C: ektharreo Beta Code: e)kqarre/w

English (LSJ)

strengthd. for θαρρέω,

   A have full confidence, ἐκτεθαρρηκὼς τοῖς πράγμασι Plu.Rom.26 ; to be encouraged, ὑπό τινος Id.Galb. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκθαρρέω: ἐπιτεταμμένον ἀντὶ τοῦ θαρρέω, ἔχω πλήρη πεποίθησιν, μετὰ δοτ., ἐκτεθαρρηκὼς τοῖς πράγμασι Πλουτ. Ρωμ. 26 παραθαρρύνομαι ὑπό τινος, ὁ αὐτ. Γάλβ. 7.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir pleine confiance.
Étymologie: ἐκ, θαρρέω.

Greek Monotonic

ἐκθαρρέω: μέλ. -ήσω, επιτετ. αντί θαρρέω, έχω πλήρη, απόλυτη εμπιστοσύνη σε κάποιον, με δοτ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκθαρρέω: и ἐκθαρσέω преисполняться надеждой, ободряться (τοῖς πράγμασι и ὑπό τινος Plut.).