ἑστιόομαι
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
Pass., (ἑστία) δῶμ' ἑστιοῦται the house
A is founded or established (by children), E.Ion 1464 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑστιόομαι: Παθ. (ἑστία), ἄπαιδες οὐκέτ’ ἐσμέν οὐδ’. ἄτεκνοι· δῶμ’ ἑστιοῦται, ὁ οἶκος ἑδραιοῦται (δηλ. διά τῶν τέκνων), Λατ. domus constituta, fundata est, Εὐρ. Ἴων. 1464.
Greek Monotonic
ἑστιόομαι: Παθ. (ἑστία), εξασφαλίζομαι, εδραιώνομαι ή θεμελιώνομαι (μέσω απόκτησης παιδιών), σε Ευρ.