Ἡφαίστειος
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek (Liddell-Scott)
Ἡφαίστειος: -α, -ον, τοῦ Ἡφαίστου ἢ ἀνήκων εἰς αὐτόν, Ἡφαίστειον (ἐξυπ. ἱερόν), τό, ναὸς τοῦ Ἡφαίστου, Ἡρόδ. 2. 110, 121, 176, Δημ.., κλ.· - Ἡφαίστεια (ἐνν. ἱερά), τά, ἡ ἑορτὴ αὐτοῦ, τὸ Λατ. Vulcanalia, Ἀνδοκ. 17. 20, Ξεν. Ἀθην. 3, 4. - Ἡφαίστια διὰ τοῦ ι ἐν Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. 78, 17 (Blass).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’Héphæstos;
subst. τὰ Ἡφαίστεια XÉN fêtes d’Héphæstos.
Étymologie: Ἥφαιστος.
Greek Monotonic
Ἡφαίστειος: -α, -ον, αυτός που ανήκει στον Ήφαιστο· Ἡφαιστεῖον ή Ἡφαίστειον (ενν. ἱερόν), τό, το ιερό του Ηφαίστου, σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ.· Ἡφαίστεια (ενν. ἱερά), τά, η γιορτή προς τιμήν του Ηφαίστου, το Λατ. Vulcanalia, σε Ξεν.