θρηνητήρ
From LSJ
δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A mourner, wailer, A.Pers.938 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1217] ῆρος, ὁ, der Wehklagende, Aesch. Pers. 937.
Greek (Liddell-Scott)
θρηνητήρ: ῆρος, θρηνητής, θρηνῶν, Αἰσχ. Πέρσ. 937.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui se lamente sur, gén..
Étymologie: θρηνέω.
Greek Monolingual
θρηνητήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. θρηνήτρια (Α) θρηνώ
αυτός που μοιρολογεί, αυτός που θρηνεί.
Greek Monotonic
θρηνητήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που θρηνολογεί, η μοιρολογίστρα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
θρηνητήρ: ῆρος ὁ оплакивающий, скорбящий Aesch.