ἴσκε
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
Greek (Liddell-Scott)
ἴσκε: ἴσκεν, ποιητ. ἀντὶ ἔννεπεν ἢ ἕνισπεν, εἶπεν, Ὀδ. Χ. 31 (εἰ τὸ χωρίον γνήσιον), καὶ συχνάκις παρ’ Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, ὡς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 240, Γ. 396, κτλ.· ἐν Ὀδ. Τ. 203, ἐν τῷ στίχῳ ἴσκε ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῖα, ὁ Εὐστ. καὶ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύουσι τὴν λέξ. διὰ τοῦ εἴκαζεν, ὡμοίου· α΄ πρόσ. ἴσκον ἐν Θεοκρ. 22. 167: ― μετοχ. ἴσκων Λυκόφρ. 574. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λ. ἔσπον). ― Καὶ ὁ Ἡσύχ. συμφωνεῖ τοῖς Σχολιασταῖς : «ἴσκε· ᾒκαζε. ὡμοίου».
English (Autenrieth)
defective ipf., perhaps from the same root as ἔσπετε, said, spoke, Od. 19.203, Od. 22.31.
Greek Monotonic
ἴσκε: ἴσκεν, Επικ. αντί ἔνισπεν, είπε, σε Ομήρ. Οδ.· αʹ πρόσ. ἴσκον, σε Θεόκρ.