σαφανής
From LSJ
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
English (LSJ)
A v. σαφηνής.
Greek (Liddell-Scott)
σαφᾱνής: -ές, Δωρ. ἀντὶ σαφηνής, Πίνδ.
English (Slater)
ςᾰφᾱνής
1 clear n. s. pro subs. τὸ δὲ σαφανὲς κατέφρασεν, ὁπᾷ (O. 10.55)
Greek Monolingual
-ές, Α
(δωρ. τ.) βλ. σαφηνής.
Greek Monotonic
σαφᾱνής: -ές, Δωρ. αντί σαφηνής.
Russian (Dvoretsky)
σᾰφᾱνής: дор. = σαφηνής.