ταγέω

From LSJ
Revision as of 07:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾱγέω Medium diacritics: ταγέω Low diacritics: ταγέω Capitals: ΤΑΓΕΩ
Transliteration A: tagéō Transliteration B: tageō Transliteration C: tageo Beta Code: tage/w

English (LSJ)

   A to be ruler, ἁπάσης Ἀσίδος Id.Pers.764.

German (Pape)

[Seite 1063] Beherrscher, Anführer sein, τινός, Aesch. ἕν' ἄνδρα πάσης Ἀσιδος ταγεῖν Pers. 750.

Greek (Liddell-Scott)

τᾱγέω: εἶμαι ἄρχων, κυβερνήτης, ἁπάσης Ἀσίδος Αἰσχύλ. Πέρσ. 764.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. inf.
commander à, gén..
Étymologie: ταγός.

Greek Monotonic

τᾱγέω: είμαι άρχοντας, κυβερνήτης, ἁπάσης Ἀσίδος ταγέω, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

τᾱγέω: быть предводителем, вождем (ἁπάσης Ἀσίδος Aesch.).