ὑποκύομαι

Revision as of 05:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (Autenrieth)

aor. part. ὑποκῦσαμένη: become pregnant, conceive.

Greek Monotonic

ὑποκύομαι: Μέσ., συλλαμβάνω, μένω έγκυος, ὑποκῡσᾰμένη (όχι -κυσσαμένη), σε Όμηρ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκύομαι: становиться беременной Hes.: ἡ δ᾽ ὑποκῡσᾰμένη Πελίην τέκε Hom. забеременев, (Тиро) родила Пелия.