ὑποκύομαι
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
English (LSJ)
used only in Med., of the woman, conceive, become pregnant, ὑποκυσαμένη Il. 6.26, Od. 11.254, Hes. Th. 308; so of animals, Il. 20.225.
English (Autenrieth)
aor. part. ὑποκῦσαμένη: become pregnant, conceive.
Greek Monotonic
ὑποκύομαι: Μέσ., συλλαμβάνω, μένω έγκυος, ὑποκῡσᾰμένη (όχι -κυσσαμένη), σε Όμηρ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκύομαι: становиться беременной Hes.: ἡ δ᾽ ὑποκῡσᾰμένη Πελίην τέκε Hom. забеременев, (Тиро) родила Пелия.
Middle Liddell
Mid. to conceive, become pregnant, ὑποκῡσᾰμένη (not -κυσσαμένἠ, Hom., Hes.