φιλόπλους

From LSJ
Revision as of 05:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
qui aime naviguer.
Étymologie: φίλος, πλέω.

Greek Monolingual

-ουν, και ασυναίρ. τ. φιλόπλοος, -ον, Α
αυτός που του αρέσουν τα θαλάσσια ταξίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πλους (< πλοῦς/ πλόος < πλέω), πρβλ. θαλασσό-πλους].

Russian (Dvoretsky)

φιλόπλους: стяж. = φιλόπλοος.