χρυσόχρους

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
de couleur d’or.
Étymologie: χρυσός, χρόα.

Greek Monolingual

-ουν, και χρυσόχροος, -ον, ΜΑ
χρυσόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. χαλκό-χρους].