μενέγχης
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
German (Pape)
[Seite 132] ες, = μεναίχμης, ἄνδρες, Aeschyl. ep. 1 (VII, 255).
Greek (Liddell-Scott)
μενέγχης: -ες, = μεναίχμης, Αἰσχύλ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 255.
Greek Monotonic
μενέγχης: -ες (ἔγχος), = μεναίχμης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μενέγχης: твердо держащий копье, т. е. непоколебимый в бою, т. е. бесстрашный (τοὺς μενέγχεας ὤλεσεν ἄνδρας Μοῖρα Anth.).