μελανόχρους
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
c. μελανόχροος.
Greek Monolingual
-ουν (ΑM μελανόχρους, -ουν, Α και μελανόχροος, -οον και μελανόχρως, ὁ, ἡ)
βλ. μελάγχρους.