τροπώ

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source

Greek Monolingual

(I)
-έω, Α
(σπάν. ποιητ. τ.) τρέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ετεροιωμένη βαθμίδα τρόπ- του τρέπω, κατά τα συνηρημ. σε -έω / - (πρβλ. φέρω: φορῶ)].———————— (II)
-όω, ΜΑ τροπή
τρέπω κάποιον σε φυγή, κατατροπώνω.———————— (III)
-όω, Α
βλ. τροπώνω.