ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(I)-έω, Μ χάρις, -ιτος]χαρίζω.———————— (II)-όω, ΜΑβλ. χαριτώνω.