Λυκιουργής
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
ές, contr. for Λυκιοεργής (q. v.).
Greek (Liddell-Scott)
Λυκιουργής: -ές, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ Λυκιοεργής, ὃ ἴδε.
Greek Monotonic
Λυκιουργής: -ές, συνηρ. αντί Λυκιοεργής, σε Δημ.