ευνοούμενος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass

Menander, Monostichoi, 61

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει την εύνοια κάποιου ισχυρού προσώπου, αυτός που επωφελείται από την εύνοια κάποιου ισχυρού προσώπου, για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του («είναι ευνοούμενος του πρωθυπουργού»)
2. φρ. διεθν. δίκ. «ρήτρα του μάλλον ευνοουμένου κράτους» — βλ. ευνοώ
3. το αρσ. ως ουσ. ο ευνοούμενος
ο εραστής, ο ερωμένος
4. το θηλ. ως ουσ. ευνοουμένη
η ερωμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. ενεστ. του ρ. ευνοούμαι].