χαλκηδόνιος

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source

Greek Monolingual

-α, -ο / χαλκηδόνιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, και δ.τ. χαλκεδόνιος Μ [[[Χαλκηδών]], -όνος]
(το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Χαλκηδόνιος, η Χαλκηδόνια και Χαλκηδονία
ο κάτοικος της Χαλκηδόνας ή, γενικά, αυτός που κατάγεται από τη Χαλκηδόνα
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χαλκηδόνιος
(ορυκτ.) ορυκτό του διοξειδίου του πυριτίου, που αποτελεί πολύ λεπτοκοκκώδη κρυπτοκρυσταλλική ποικιλία του χαλαζία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χαλκηδόνιον
(ορυκτ.) ονομασία του ορυκτού στίμμι.