ἐννεασύλλαβος

From LSJ
Revision as of 19:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννεᾰσύλλᾰβος Medium diacritics: ἐννεασύλλαβος Low diacritics: εννεασύλλαβος Capitals: ΕΝΝΕΑΣΥΛΛΑΒΟΣ
Transliteration A: enneasýllabos Transliteration B: enneasyllabos Transliteration C: enneasyllavos Beta Code: e)nneasu/llabos

English (LSJ)

ον,

   A nine-syllabled, Steph.in Rh.321.16, AP13.19 tit.: -σύλλαβον (sc. μέτρον), τό, Σαπφικόν Heph.10.2.

German (Pape)

[Seite 847] neunsylbig, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννεασύλλαβος: ἔχων ἐννέα συλλαβάς, δίμετρον δὲ ὑπερκατάληκτον, τὸ καλούμενον Σαπφικὸν ἐννεασύλλαβον Ἡφαιστ. 10, 5.

Spanish (DGE)

-ον
prosod. eneasílabo de un verso sáfico, Heph.10.2, Sch.Pi.O.9 proem., de un glicónico resuelto, Sch.Pi.O.10 proem., κῶλα Steph.in Rh.321.16.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐννεασύλλαβος, -ον)
1. αυτός που αποτελείται από εννέα συλλαβές
2. το αρσ. ως ουσ. ο εννεασύλλαβος
στίχος που αποτελείται από εννέα συλλαβές
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐννεασύλλαβον (ενν. μέτρον)
το σαπφικό μέτρο (δίμετρο υπερκατάληκτο).

Russian (Dvoretsky)

ἐννεασύλλαβος: грам., стих. девятисложный.