περιττοσύλλαβος

From LSJ
Revision as of 11:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452

Greek Monolingual

-η, -ο / περιττοσύλλαβος, -ον, ΝΜΑ, και περισσοσύλλαβος, -ον, ΜΑ
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περιττοσύλλαβα
γραμμ. α) τα τριτόκλιτα ουσιαστικά της Αρχαίας Ελληνικής, τα οποία παρουσιάζουν στις πλάγιες πτώσεις του ενικού και σε ὁλες τις πτώσεις του πληθυντικού μια συλλαβή επί πλέον τών ὁσων έχει η ονομαστική, ὁπως λ.χ. ο λιμήν, του λιμένος κ.λπ. στον εν. και οι λιμένες, τών λιμένων κ.λπ. στον πληθ.
β) ορισμένα αρσενικά και θηλυκά της Νέας Ελληνικής που στις πτώσεις του πληθυντικού έχουν μια συλλαβή επί πλέον τών ὁσων έχουν στην ονομαστική ενικού, καθώς και ορισμένα ουδέτερα που παρουσιάζουν περιττοσυλλαβία σε ὁλες τις πτώσεις του πληθυντικού αλλά και στην γενική ενικού, ὁπως λ.χ. ο ψαράς - οι ψαράδες... κ.λπ., η αλεπού - οι αλεπούδες... κ.λπ., το βήμα - του βήματος - τα βήματα κ.λπ., ονόματα που χαρακτηρίζονται σήμερα ως ανισοσύλλαβα
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει μια συλλαβή περισσότερη από άλλον («γενική περισσοσύλλαβος», Απολλ. Δύσκ.).
επίρρ...
περιττοσυλλάβως και περισσοσυλλάβως Μ
με μια συλλαβή περισσότερη («περιττοσυλλάβως κλίνεται ἀεί», Στέφ. Βυζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιττός + συλλαβή.