εκπαιδευτικός
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην εκπαίδευση (α. «εκπαιδευτικά τέλη» β. «εκπαιδευτικοί λειτουργοί» — δάσκαλοι και καθηγητές που υπηρετούν στην εκπαίδευση)
2. (αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο, η εκπαιδευτικός
εκπαιδευτικός λειτουργός.