υποκάθετος

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
το θηλ. ως ουσ. η υποκάθετος
μαθημ. η προβολή πάνω σε άξονα συντεταγμένων του τμήματος της καθέτου πάνω σε μία καμπύλη σε ένα σημείο, το οποίο περιλαμβάνεται μεταξύ του σημείου αυτού και του προαναφερόμενου άξονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + κάθετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον Ν. Θεοτόκη].