χαριτήσιος
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
Greek Monolingual
-ον, τ. ουδ. στον πληθ. και χαριτείσια, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Χάριτες
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριτήσιον
α) ευχαριστήρια προσφορά
β) επωδή για την επίτευξη εύνοιας
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαριτήσια και χαριτείσια
γιορτή προς τιμήν τών Χαρίτων στον Ορχομενό
4. φρ. «χαριτήσιον ἱερόν» — ναός αφιερωμένος στις Χάριτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος, κατά το φιλοτήσιος.