κεφαλαῖος

From LSJ
Revision as of 08:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

German (Pape)

[Seite 1427] den Kopf bildend, zum Kopfe gehörig; ῥῆμα, ein Haupt-, Kapital-, Kernwort, wie ein sopsgroßer Stein, Ar. Ran. 854; der superl. κεφαλαιότατον ist B. A. 104, 6 aus Plat. Gorg. angeführt.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
capital, principal.
Étymologie: κεφαλή.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α κεφαλαῑος, -αία, -ον) κεφαλή
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κεφαλαίο
καθένα από τα μεγάλα γράμματα της αλφαβήτου με το οποία γράφονται τα αρχικά τών κύριων ονομάτων και τών περιόδων του λόγου
αρχ.
κεφάλαιος.

Russian (Dvoretsky)

κεφᾰλαῖος: 3, v. l. κεφάλαιος 2 главный, основной: κεφαλαῖον ῥῆμα Arph. решительное слово.