μυοφόνος

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

German (Pape)

[Seite 218] Mäuse tödtend, Sp., wie μυοκτόνος, bes. ἀκόνιτον; auch eine Pflanze hieß so, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

μυοφόνος: -ον, ὁ φονεύων τοὺς μῦς: - μ., ὁ, εἶδος φυτοῦ ἐκ τῶν ἐννευροκαύλων, θανατηφόρου εἰς τοὺς μῦς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 9, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les rats.
Étymologie: μῦς, πεφνεῖν.

Greek Monolingual

μυοφόνος, -ον (ΑΜ)
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυοφόνον
το φυτό ακόνιτον, που είναι θανατηφόρο για τα ποντίκια
αρχ.
αυτός που σκοτώνει ποντίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + -φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. λεοντο- φόνος.