ξανθοφανής

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

German (Pape)

[Seite 275] ές, = Vorigem, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθοφανής: -οῦς, ὁ φαινόμενος ξανθός, εἶδος πόας, = σιδηρῖτις, Διοσκ. 4, 33, ἐκ τῶν νόθων.

Greek Monolingual

ξανθοφανής, -ές (Α)
1. αυτός που φαίνεται ξανθός
2. το αρσ. ως ουσ. ξανθοφανής
το ποώδες φυτό σιδηρίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. χρυσο-φανής].