ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
ο, ΝΜ, και σφάκτης, θηλ. σφάκτρια ΜΑ, και σφακτής Α σφάζωφονιάς, δολοφόνοςνεοελλ.σφαγέαςνεοελλ.-μσν.οξύς πόνος στα πλευράαρχ.το θηλ. ἡ σφάκτριαιέρεια.